ἔντερον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔντερον
- άλλη μορφή του ἔντερο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἔντερον | τὰ | ἔντερᾰ |
γενική | τοῦ | ἐντέρου | τῶν | ἐντέρων |
δοτική | τῷ | ἐντέρῳ | τοῖς | ἐντέροις |
αιτιατική | τὸ | ἔντερον | τὰ | ἔντερᾰ |
κλητική ὦ! | ἔντερον | ἔντερᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντέρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐντέροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔντερον < πιθανόν από ουσιαστικοποιημένο επίθετο που είχε τη σημασία ενδότερος < πρόθεση ἐν + συγκριτικό επίθημα πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-teros (-τερος)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἔντερο(ν) ⇒ νέα ελληνικά: έντερο και δείτε ἐντερο-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔντερον ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίακαι
Πηγές
επεξεργασία- ἔντερον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔντερον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.