ενδότερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδότερος < ελληνιστική κοινή ἐνδότερος < αρχαία ελληνική ἔνδον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /enˈðo.te.ɾos/
Επίθετο επεξεργασία
ενδότερος
- που βρίσκεται πιο μέσα
- (ουσιαστικοποιημένο) τα ενδότερα: τόπος ή σημείο που βρίσκεται πιο μέσα από κάτι άλλο
Συνώνυμα επεξεργασία
- (εσώτερος)