Δείτε επίσης: ενδότερος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐνδότερος ἐνδοτέρ τὸ ἐνδότερον
      γενική τοῦ ἐνδοτέρου τῆς ἐνδοτέρᾱς τοῦ ἐνδοτέρου
      δοτική τῷ ἐνδοτέρ τῇ ἐνδοτέρ τῷ ἐνδοτέρ
    αιτιατική τὸν ἐνδότερον τὴν ἐνδοτέρᾱν τὸ ἐνδότερον
     κλητική ! ἐνδότερε ἐνδοτέρ ἐνδότερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐνδότεροι αἱ ἐνδότεραι τὰ ἐνδότερ
      γενική τῶν ἐνδοτέρων τῶν ἐνδοτέρων τῶν ἐνδοτέρων
      δοτική τοῖς ἐνδοτέροις ταῖς ἐνδοτέραις τοῖς ἐνδοτέροις
    αιτιατική τοὺς ἐνδοτέρους τὰς ἐνδοτέρᾱς τὰ ἐνδότερ
     κλητική ! ἐνδότεροι ἐνδότεραι ἐνδότερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνδοτέρω τὼ ἐνδοτέρ τὼ ἐνδοτέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἐνδοτέροιν τοῖν ἐνδοτέραιν τοῖν ἐνδοτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνδότερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔνδον (επίρρημα) + -τερος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐνδότερος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία