ἐνδότερος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἐνδότερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔνδον (επίρρημα) + -τερος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἐνδότερος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ενδότερος (συγκριρικός βαθμός)
Επεξεργασία
- υπερθετικός βαθμός: ἐνδότατος
- ἐνδοτέρω
- → δείτε τη λέξη ἔνδον
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἐνδότερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.