Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδότατος η ενδότατη το ενδότατο
      γενική του ενδότατου της ενδότατης του ενδότατου
    αιτιατική τον ενδότατο την ενδότατη το ενδότατο
     κλητική ενδότατε ενδότατη ενδότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδότατοι οι ενδότατες τα ενδότατα
      γενική των ενδότατων των ενδότατων των ενδότατων
    αιτιατική τους ενδότατους τις ενδότατες τα ενδότατα
     κλητική ενδότατοι ενδότατες ενδότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδότατος < ελληνιστική κοινή ἐνδότατος < αρχαία ελληνική ἔνδον

  Επίθετο επεξεργασία

ενδότατος

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία