Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθύτατος η βαθύτατη το βαθύτατο
      γενική του βαθύτατου της βαθύτατης του βαθύτατου
    αιτιατική τον βαθύτατο τη βαθύτατη το βαθύτατο
     κλητική βαθύτατε βαθύτατη βαθύτατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθύτατοι οι βαθύτατες τα βαθύτατα
      γενική των βαθύτατων των βαθύτατων των βαθύτατων
    αιτιατική τους βαθύτατους τις βαθύτατες τα βαθύτατα
     κλητική βαθύτατοι βαθύτατες βαθύτατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθύτατος < βαθ(ύς) + -ύτατος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈθi.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐θύ‐τα‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

βαθύτατος, -η, -ο

  • υπερθετικός βαθμός του βαθύς εξαιρετικά βαθύς
    βαθύτατος τόνος (για ήχο: πολύ χαμηλός, για χρώμα: πολύ σκούρος)
    βαθύτατο ενδιαφέρον, βαθύτατη θλίψη
    βαθύτατος συντηρητισμός
    βαθύτατο οικολογικό τραύμα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βαθύτατος βαθυτάτη τὸ βαθύτατον
      γενική τοῦ βαθυτάτου τῆς βαθυτάτης τοῦ βαθυτάτου
      δοτική τῷ βαθυτάτ τῇ βαθυτάτ τῷ βαθυτάτ
    αιτιατική τὸν βαθύτατον τὴν βαθυτάτην τὸ βαθύτατον
     κλητική ! βαθύτατε βαθυτάτη βαθύτατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βαθύτατοι αἱ βαθύταται τὰ βαθύτατ
      γενική τῶν βαθυτάτων τῶν βαθυτάτων τῶν βαθυτάτων
      δοτική τοῖς βαθυτάτοις ταῖς βαθυτάταις τοῖς βαθυτάτοις
    αιτιατική τοὺς βαθυτάτους τὰς βαθυτάτᾱς τὰ βαθύτατ
     κλητική ! βαθύτατοι βαθύταται βαθύτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαθυτάτω τὼ βαθυτάτ τὼ βαθυτάτω
      γεν-δοτ τοῖν βαθυτάτοιν τοῖν βαθυτάταιν τοῖν βαθυτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθύτατος < βαθ(ύς) + -ύτατος

  Επίθετο επεξεργασία

βαθύτατος, -η, -ον

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία