βαθύτατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈθi.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θύ‐τα‐τος
Επίθετο επεξεργασία
βαθύτατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του βαθύς εξαιρετικά βαθύς
Αντώνυμα επεξεργασία
- υψηλότατος (λόγιο)
- πολύ ψηλός
Συγγενικά επεξεργασία
- βαθύτατα (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βαθύτατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του βαθύς
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- βαθύτατα (επίρρημα)