χαλκέντερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχαλκέντερος < (ελληνιστική κοινή) χαλκέντερος < χαλκός + ἔντερον
Επίθετο
επεξεργασίαχαλκέντερος
- εξαιρετικά εργατικός, ακαταπόνητος, ακούραστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλκέντερος