• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

χαλκέντερος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική χαλκέντερος χαλκέντερη χαλκέντερο
γενική χαλκέντερου χαλκέντερης χαλκέντερου
αιτιατική χαλκέντερο χαλκέντερη χαλκέντερο
κλητική χαλκέντερε χαλκέντερη χαλκέντερο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική χαλκέντεροι χαλκέντερες χαλκέντερα
γενική χαλκέντερων χαλκέντερων χαλκέντερων
αιτιατική χαλκέντερους χαλκέντερες χαλκέντερα
κλητική χαλκέντεροι χαλκέντερες χαλκέντερα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χαλκέντερος < ελληνιστική κοινή χαλκέντερος < χαλκός + ἔντερον

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

χαλκέντερος

  • εξαιρετικά εργατικός, ακαταπόνητος, ακούραστος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    χαλκέντερος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=χαλκέντερος&oldid=4713081"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2020, στις 17:40

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2020, στις 17:40.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie