infatigable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- infatigable < λατινική infatigabilis
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
infatigable | infatigables |
infatigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΙσπανικά (es)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- infatigable < λατινική infatigabĭlis
Επίθετο
επεξεργασίαinfatigable (es) αρσενικό ή θηλυκό