résistant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- résistant < résister
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁe.zis.tɑ̃/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | résistant | résistants |
θηλυκό | résistante | résistantes |
résistant (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | résistant | résistants |
θηλυκό | résistante | résistantes |
résistant (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη résister