αντιστασιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιστασιακός < αντίσταση < ἀντίστασι(ς) + -ακός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.sta.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐στα‐σι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αντιστασιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντίσταση απέναντι σε κάποια εξουσία οργανωμένης μορφής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιστασιακός αρσενικό (θηλυκό αντιστασιακή)
- που παίρνει μέρος ή είχε πάρει μέρος στην αντίσταση της χώρας του
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ αντιστασιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας