Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιστασιακός < αντίσταση < ἀντίστασι(ς) + -ακός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.sta.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐στα‐σι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιστασιακός η αντιστασιακή το αντιστασιακό
      γενική του αντιστασιακού της αντιστασιακής του αντιστασιακού
    αιτιατική τον αντιστασιακό την αντιστασιακή το αντιστασιακό
     κλητική αντιστασιακέ αντιστασιακή αντιστασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιστασιακοί οι αντιστασιακές τα αντιστασιακά
      γενική των αντιστασιακών των αντιστασιακών των αντιστασιακών
    αιτιατική τους αντιστασιακούς τις αντιστασιακές τα αντιστασιακά
     κλητική αντιστασιακοί αντιστασιακές αντιστασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αντιστασιακός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την αντίσταση απέναντι σε κάποια εξουσία οργανωμένης μορφής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιστασιακός οι αντιστασιακοί
      γενική του αντιστασιακού των αντιστασιακών
    αιτιατική τον αντιστασιακό τους αντιστασιακούς
     κλητική αντιστασιακέ αντιστασιακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αντιστασιακός αρσενικό (θηλυκό αντιστασιακή)

  • που παίρνει μέρος ή είχε πάρει μέρος στην αντίσταση της χώρας του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία