αντιστασιακή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιστασιακή < αντιστασιακός + -η
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.sta.si.aˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐στα‐σι‐α‐κή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιστασιακή θηλυκό
- θηλυκό του αντιστασιακός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιστασιακή
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντιστασιακή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αντιστασιακός