Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακούραστος η ακούραστη το ακούραστο
      γενική του ακούραστου της ακούραστης του ακούραστου
    αιτιατική τον ακούραστο την ακούραστη το ακούραστο
     κλητική ακούραστε ακούραστη ακούραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακούραστοι οι ακούραστες τα ακούραστα
      γενική των ακούραστων των ακούραστων των ακούραστων
    αιτιατική τους ακούραστους τις ακούραστες τα ακούραστα
     κλητική ακούραστοι ακούραστες ακούραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακούραστος < α- στερητικό + κουράζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακούραστος -η -ο

  • που εργάζεται παραγωγικά σε έναν τομέα για μεγάλες περιόδους χωρίς να δείχνει σημάδια κούρασης

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία