nelacebla
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nelacebla | nelaceblaj |
αιτιατική | nelaceblan | nelaceblajn |
nelacebla (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nelacebla | nelaceblaj |
αιτιατική | nelaceblan | nelaceblajn |
nelacebla (eo)