Ετυμολογία

επεξεργασία
ne- < ne

ne- (eo)

Παράγωγα

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ne- < πβ. nie (όχι)

ne- (sk)

  1. α-, αν-, εκφράζει το αντίθετο μιας έννοιας
      istý - βέβαιος, neistý - αβέβαιος
  2. (για ρήματα) δεν
      nemám peniaze
    δεν έχω λεφτά