constante
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
constante | constantes |
constante (fr) θηλυκό
- (μαθηματικά) η σταθερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαconstante (fr)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
constante | constantes |
constante (pt) θηλυκό
- (μαθηματικά) η σταθερά