ἐντεριώνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐντεριώνη | αἱ | ἐντεριῶναι |
γενική | τῆς | ἐντεριώνης | τῶν | ἐντεριωνῶν |
δοτική | τῇ | ἐντεριώνῃ | ταῖς | ἐντεριώναις |
αιτιατική | τὴν | ἐντεριώνην | τὰς | ἐντεριώνᾱς |
κλητική ὦ! | ἐντεριώνη | ἐντεριῶναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντεριώνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐντεριώναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐντεριώνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐντεριώνη, -ης θηλυκό
- το εσωτερικό μέρος του βλαστού ή της ρίζας των φυτών, η καρδιά των φυτών, η ψίχα, το κουκούτσι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 109, @scaife.perseus
- Γυναικεῖα καθαρτήρια· ἢν μὴ πορεύηται ἡ κάθαρσις, λαβὼν σικύης ἐντεριώνην ὅσον τριώβολον καὶ ἀρτεμισίην ποίην καὶ λιβανωτοῦ ὀβολὸν, τρίψας, ἐν μέλιτι μίξας, ἐς εἰρίον ἐνελίξας, πρόσθες πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης, τῆς ἡμέρης πεντάκις τοῦτο ποιῶν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ φυτῶν, 2.8.7 @scaife.perseus
- Ἔστι δὲ ἡ μὲν πρώτη πέψις ὑπὸ τὸ φυτόν, δὲ δευτέρα ἐν τῇ ἐντεριώνῃ, ἥτις ἐξέρχεται μὲν ἀπὸ τῆς γῆς, ἔστι δὲ καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ φυτοῦ· καὶ μετὰ ταῦτα γίνεται ἡ διαίρεσις, ἥτις συμβαίνει ἀπὸ τῆς δευτέρας, οὐκ ἀπὸ τῆς πρώτης πέψεως.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 5.1.9, p. 424, @scaife.perseus
- Ταῦτα μὲν οὖν ἴδια τῆς ἐλάτης, τὰ δὲ κοινὰ καὶ πεύκης καὶ ἐλάτης καὶ τῶν ἄλλων. ἔστι γὰρ ἡ μὲν τετράξοος ἡ δὲ δίξοος. καλοῦσι δὲ τετραξόους μὲν ὅσαις ἐφ’ ἑκάτερα τῆς ἐντεριώνης δύο κτηδόνες εἰσὶν ἐναντίαν ἔχουσαι τὴν φύσιν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 109, @scaife.perseus
- (ναυτικός όρος) το εσωτερικό και βαθύτερο μέρος του πλοίου
Πηγές
επεξεργασία- ἐντεριώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.