Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντεροβγάλτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αντεροβγάλτ
ης
οι
αντεροβγάλτ
ες
γενική
του
αντεροβγάλτ
η
των
αντεροβγαλτ
ών
αιτιατική
τον
αντεροβγάλτ
η
τους
αντεροβγάλτ
ες
κλητική
αντεροβγάλτ
η
αντεροβγάλτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντεροβγάλτης
<
άντερο
+
-ο-
+
βγάζω
(
αόριστος
:
έ
βγαλ
α
) +
-της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντεροβγάλτης
αρσενικό
στυγνός
εγκληματίας
που
ξεκοιλιάζει
τα
θύματά
του
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άντερο
και
βγάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντεροβγάλτης
αγγλικά
:
eviscerator
(en)
,
ripper
(en)
γαλλικά
:
éventreur
(fr)