Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντερί τα αντεριά
      γενική του αντεριού των αντεριών
    αιτιατική το αντερί τα αντεριά
     κλητική αντερί αντεριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντερί < τουρκική entari < αραβική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντερί ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) μακρύ σκούρο ιερατικό ένδυμα, που συνήθως φοριέται κάτω από το ράσο
     συνώνυμα: ζωστικό
  2. (ενδυμασία) ανδρικός χιτώνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τύπος φαρδιάς πουκαμίσας
  3. (ενδυμασία) μονοκόμματο παραδοσιακό γυναικείο ένδυμα, φουστάνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία