ζωστικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωστικό ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ζωστικό
- αιτιατική ενικού του ζωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζωστικός
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωστικό
|