ζωστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωστός | η | ζωστή | το | ζωστό |
γενική | του | ζωστού | της | ζωστής | του | ζωστού |
αιτιατική | τον | ζωστό | τη | ζωστή | το | ζωστό |
κλητική | ζωστέ | ζωστή | ζωστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωστοί | οι | ζωστές | τα | ζωστά |
γενική | των | ζωστών | των | ζωστών | των | ζωστών |
αιτιατική | τους | ζωστούς | τις | ζωστές | τα | ζωστά |
κλητική | ζωστοί | ζωστές | ζωστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωστός < ελληνιστική κοινή ζωστός < αρχαία ελληνική ζώννυμι
Επίθετο επεξεργασία
ζωστός
- περασμένος σε ζώνη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωστός
|