απευθυσμένο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απευθυσμένο < ελληνιστική κοινή ἀπευθυσμένον (ἔντερον < αρχαία ελληνική ἀπευθύνω < εὐθύνω < εὐθύς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pe.fθiˈsme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πευ‐θυ‐σμέ‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
απευθυσμένο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απευθυσμένο
|