κῶλος
Ετυμολογία
επεξεργασία- κῶλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κῶλος < αρχαία ελληνική κῶλον (τμήμα ή μέλος σώματος). Για την εναλλαγή κωλ-, κολ-, δείτε κῶλος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: κώλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακῶλος αρσενικό
- πρωκτός
- → δείτε τη λέξη κῶλον
- οπίσθια
- το εσωτερικό μέρος κόλπου, ο μυχός κόλπου
- (ναυτικός όρος) η πρύμνη πλοίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κώλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κῶλος < αρχαία ελληνική κῶλον (μέλος, τμήμα σώματος) με αλλαγή γένους πιθανόν με την επίδραση της λατινικής cūlus (πρωκτός). Η εναλλαγή κωλ-, κολ- από τις λέξεις κῶλον και κόλον (τμήμα παχέος εντέρου), από τα ελληνικά χρόνια.[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κῶλος ⇒ νέα ελληνικά: κώλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακῶλος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαδιαφορετικής ετυμολογίας
Πηγές
επεξεργασία- κῶλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῶλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.