Δείτε επίσης: μοιχός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυχός οι μυχοί
      γενική του μυχού των μυχών
    αιτιατική τον μυχό τους μυχούς
     κλητική μυχέ μυχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυχός < αρχαία ελληνική μυχός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *smeugʰ- ή προελληνική[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυχός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυχός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *smeugʰ- ή προελληνική[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυχός αρσενικό

  1. το πιο εσωτερικό σημείο
  2. (ειδικότερα) το μέρος που βρίσκεται στο βάθος του σπιτιού

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.