Δείτε επίσης: μοιχός

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυχός αρσενικό

  1. το πιο εσωτερικό σημείο
  2. (ειδικότερα) το μέρος που βρίσκεται στο βάθος του σπιτιού

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.