Δείτε επίσης: μυχός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοιχός οι μοιχοί
      γενική του μοιχού των μοιχών
    αιτιατική τον μοιχό τους μοιχούς
     κλητική μοιχέ μοιχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοιχός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μοιχός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοιχός αρσενικό (θηλυκό μοιχαλίδα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία

μοιχός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοιχός αρσενικό

  1. μοιχός
  2. παράνομος εραστής
  3. διαφθορέας

Δείτε επίσης

επεξεργασία