• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μοιχεύω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
μοιχεύω < αρχαία ελληνική μοιχεύω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈçe.vo/

Ρήμα

επεξεργασία

μοιχεύω

  • διαπράττω μοιχεία, απατώ τον/την σύζυγο, πηγαίνω με άλλο σύντροφο ενώ είμαι παντρεμένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μοιχός
  • μοιχαλίδα
  • μοιχεία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μοιχεύω
  • αγγλικά : commit adultery
  • γαλλικά : commettre un adultère
  • εσθονικά : adulti (et)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μοιχεύω&oldid=5492674"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 08:19

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 08:19.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας