Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοιχεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μοιχεύω
<
αρχαία ελληνική
μοιχεύω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
miˈçe.vo
/
Ρήμα
επεξεργασία
μοιχεύω
διαπράττω
μοιχεία
,
απατώ
τον/την
σύζυγο
, πηγαίνω με άλλο σύντροφο ενώ είμαι παντρεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
μοιχός
μοιχαλίδα
μοιχεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοιχεύω
αγγλικά
:
commit
adultery
γαλλικά
:
commettre
un
adultère
εσθονικά
:
adulti
(et)