Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοιχεύω < αρχαία ελληνική μοιχεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈçe.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

μοιχεύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία