adultère
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- adultère < παλαιά γαλλική adultere < λατινική adulterium < adulter
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
adultère | adultères |
adultère (fr) αρσενικό
- η μοιχεία
βλ. adulter