μύχιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μύχιος < αρχαία ελληνική μύχιος
Επίθετο
επεξεργασίαμύχιος, α, ον
- (λόγιο) (για την ανθρώπινη συνείδηση) που βρίσκεται στο βάθος, στο εσωτερικό και δεν φαίνεται ούτε εκφράζεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμύχιος < μυχός
Επίθετο
επεξεργασίαμύχιος, α, ον
- που βρίσκεται στο βάθος, στο πιο εσωτερικό σημείο