Ετυμολογία

επεξεργασία
κωλόκαιρος < κωλό- + καιρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωλόκαιρος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία