αιδήμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αιδήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰδήμων
Επίθετο
επεξεργασία
αιδήμων, -ων, -ον
- (αρχαιοπρεπές) που διακρίνεται από αισχύνη και σεμνότητα
- ⮡ τηρεί αιδήμονα σιωπή: σιωπά από αισχύνη και σεμνότητα
- ⮡ Η αιδήμων γραφή του επωνύμου του γέρου του Μοριά «Κωλοκοτρόνης» ήταν «Κολοκοτρώνης»