Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιδημοσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αιδημοσύν
η
οι
αιδημοσύν
ες
γενική
της
αιδημοσύν
ης
των
αιδημοσυν
ών
αιτιατική
την
αιδημοσύν
η
τις
αιδημοσύν
ες
κλητική
αιδημοσύν
η
αιδημοσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιδημοσύνη
<
(
ελληνιστική κοινή
)
αἰδημοσύνη
<
αρχαία ελληνική
αἰδήμων
+
-οσύνη
<
αἰδώς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιδημοσύνη
θηλυκό
(
λόγιο
)
αιδώς
,
ντροπαλότητα
,
σεμνότητα
,
συστολή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
αιδώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιδημοσύνη
αγγλικά
:
bashfulness
(en)
,
modesty
(en)
γαλλικά
:
pudeur
(fr)
,
timidité
(fr)