Δείτε επίσης: αιδώς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αἰδωσ- αἰδοσ-
νεότερος πληθυντικός
ονομαστική αἰδώς αἱ αἰδοί
      γενική τῆς αἰδόος
αἰδοῦς
      δοτική τῇ αἰδοῖ
    αιτιατική τὴν αἰδ
     κλητική ! αἰδώς
3η κλίση, Κατηγορία 'αἰδώς' όπως «αἰδώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰδώς < θέμα αἰδ- από το ρήμα αἴδομαι + κατάληξη λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἰδώς, -οῦς θηλυκό

  1. (ως επιφώνημα) ντροπή!
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 787
    «αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, εἶδος ἀγητοί·
    «Αίσχος, Αργείοι θαυμαστοί στην όψιν, αλλ᾽ αχρείοι·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. ντροπαλότητα, συστολή, κοσμιότητα, αξιοπρέπεια
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἀπόσπασμα, 746 @scaife.perseus
    αἰδὼς γὰρ ὀργῆς πλείον’ ὠφελεῖ βροτούς.
  3. σεβασμός, ευλάβεια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία