ντροπαλότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντροπαλότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντροπαλότητα θηλυκό
- Ο κοινωνικός δισταγμός κάποιου, που δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικός και ανοιχτός με τους υπόλοιπους γύρω του, ενώ όταν βρίσκεται ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους έχει την τάση να αισθάνεται άσχημα.