αιδώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιδώς | ||
γενική | της | αιδούς | ||
αιτιατική | την | αιδώ | ||
κλητική | αιδώ | |||
Κατηγορία όπως «αιδώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αιδώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰδώς
- για τον νομικό όρο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pudeur[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐δώς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιδώς θηλυκό, μόνο στον ενικό (λόγιο)
- η ντροπή
- ※ Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδὼ
μεγάλα κ’ ὑψηλὰ τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη.- Κωνσταντίνος Καβάφης, ποίημα Τείχη, στίχοι 1-2
- ※ Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδὼ
- (νομικός όρος) για άσεμνες πράξεις: προσβολή αιδούς
- (μεταφορικά) τα απόκρυφα μέρη του σώματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αιδώς, Αργείοι
- προσβολή δημοσίας αιδούς (νομικός όρος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιδώς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αιδώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας