Ετυμολογία

επεξεργασία

pudeur < λατινική pudor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /py.dœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pudeur pudeurs
 
Geste de pudeur.

pudeur (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία