ενικός         πληθυντικός  
impudeur impudeurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

impudeur (fr) θηλυκό

  1. η αδιαντροπιά
    Il a tenu un discours plein d'impudeur. Έβγαλε έναν αδιάντροπο λόγο.
    Il y a de l'impudeur dans son attitude. Η συμπεριφορά του έχει μια αδιαντροπιά.
     συνώνυμα: immodestie
     αντώνυμα: pudeur, réserve, retenue
  2. η θρασύτητα, το θράσος
    Malgré ses biens, il a l'impudeur de demander encore. Παρ'όλα τα αγαθά του, έχει το θράσος να ζητάει κι άλλα.
     συνώνυμα: cynisme, indécence
     αντώνυμα: confusion, honte

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη pudeur