αδιαντροπιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδιαντροπιά | οι | αδιαντροπιές |
γενική | της | αδιαντροπιάς | των | αδιαντροπιών |
αιτιατική | την | αδιαντροπιά | τις | αδιαντροπιές |
κλητική | αδιαντροπιά | αδιαντροπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδιαντροπιά < αδιάντροπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδιαντροπιά θηλυκό
- η ιδιότητα του αδιάντροπου
- η αδιαντροπιά μερικών ανθρώπων μας αφήνει άφωνους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιαντροπιά