Δείτε επίσης: αιδήμων
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἰδήμων τὸ αἰδῆμον
      γενική τοῦ/τῆς αἰδήμονος τοῦ αἰδήμονος
      δοτική τῷ/τῇ αἰδήμον τῷ αἰδήμον
    αιτιατική τὸν/τὴν αἰδήμον τὸ αἰδῆμον
     κλητική ! αἰδῆμον αἰδῆμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἰδήμονες τὰ αἰδήμον
      γενική τῶν αἰδημόνων τῶν αἰδημόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἰδήμοσῐ(ν) τοῖς αἰδήμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἰδήμονᾰς τὰ αἰδήμον
     κλητική ! αἰδήμονες αἰδήμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰδήμονε τὼ αἰδήμονε
      γεν-δοτ τοῖν αἰδημόνοιν τοῖν αἰδημόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰδήμων < αἰδέομαι, • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

αἰδήμων, -ων, -ον

  1. ντροπαλός, αιδήμων
    ※  3ος αιώνας κε Διογένης ο Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Γ, 26
    Φησὶ δ' Ἡρακλείδης ὅτι νέος ὢν οὕτως ἦν αἰδήμων καὶ κόσμιος ὥστε μηδέποτε ὀφθῆναι γελῶν ὑπεράγαν
    Λένε (λέγεται) δε, ότι ο Ηρακλείδης νέος (στα νιάτα του), ήταν ντροπαλός και κόσμιος, τόσο που ποτέ δεν τον είχαν δει να γελά υπερβολικά
  2. κόσμιος

Συγγενικά

επεξεργασία