Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωλοφαρδία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Προβολή κώδικα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κωλοφαρδί
α
οι
κωλοφαρδί
ες
γενική
της
κωλοφαρδί
ας
των
κωλοφαρδι
ών
αιτιατική
την
κωλοφαρδί
α
τις
κωλοφαρδί
ες
κλητική
κωλοφαρδί
α
κωλοφαρδί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
κωλοφαρδία
<
κωλόφαρδ(ος)
+
-ία
<
κωλο-
+
φαρδ(ύς)
+
-ία
Ουσιαστικό
κωλοφαρδία
θηλυκό
(
αργκό
) πολύ μεγάλη
εύνοια
της
τύχης
Μεταφράσεις
κωλοφαρδία
αγγλικά
:
hell of a luck
(en)
,
devil's luck
(en)
,
fluke
(en)
γαλλικά
:
veine
(fr)
ιταλικά
:
colpo di culo
(it)
φινλανδικά
:
moukan tuuri
(fi)