fluke
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fluke | flukes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfluke (en)
- (συνήθως ενικός, ανεπίσημο) η απροσδόκητη τύχη, κάτι που συμβαίνει τυχαία, όχι λόγω προγραμματισμού ή ικανότητας
- ⮡ He won by a fluke.
- Κέρδισε κατά τύχη.
- ⮡ He won by a fluke.