Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρδομούνα οι φαρδομούνες
      γενική της φαρδομούνας
    αιτιατική τη φαρδομούνα τις φαρδομούνες
     κλητική φαρδομούνα φαρδομούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρδομούνα < φαρδο- + μούνα < μουνί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faɾ.ðoˈmu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρ‐δο‐μού‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρδομούνα θηλυκό

(χυδαίο, μειωτικό, σπάνιο)
  1. σεξιστικός όρος για γυναίκα που έχει πολλές ερωτικές επαφές[1]
  2. υποτιμητικός όρος για την χήρα[2]
  3. γυναίκα με ιδιαίτερη τύχη[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'φαρδομούνα '.
  2. Μαρία Βραχιονίδου, Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα Νεοελληνικά Ιδιώματα και Διαλέκτους στο: Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis (eds), 2012, Selected papers of the 10th ICGL (Κομοτηνή 1-4 Σεπτεμβρίου 2011), Komotini/Greece: Democritus University of Thrace, 725-732.