Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γκαντέμω
      γενική της γκαντέμως
    αιτιατική την γκαντέμω
     κλητική γκαντέμω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαντέμω < γκαντέμ(ης) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαντέμω θηλυκό