θεοκατάρατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοκατάρατος < θεός + κατάρα/καταριέμαι + -τος
Επίθετο επεξεργασία
θεοκατάρατος, -η, -ο
- (μειωτικό) που τον έχει καταραστεί ο θεός
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοκατάρατος
|
θεοκατάρατος, -η, -ο
|