γρουσούζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρουσούζα < γρουσούζης + -α < τουρκική uğursuz < τουρκική uğur + -suz < παλαιά τουρκικά oğur / uğur < πρωτοτουρκική
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρουσούζα θηλυκό
- θηλυκό του γρουσούζης
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρουσούζα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γρουσούζα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γρουσούζης