ξενιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξενιστής | οι | ξενιστές |
γενική | του | ξενιστή | των | ξενιστών |
αιτιατική | τον | ξενιστή | τους | ξενιστές |
κλητική | ξενιστή | ξενιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξενιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενιστής αρσενικό
- (βιολογία) οργανισμός στον οποίο ζει κάποιο παράσιτο συμβιωτικά ή παρασιτικά
- (βιολογία) οργανισμός στον οποίο έχει προστεθεί μόσχευμα για πειραματικούς σκοπούς
- (πληροφορική) το πρόγραμμα στο οποίο έχει ενσωματωθεί (έχει προσβληθεί) από κακόβουλο λογισμικό (malware), από έναν ιό υπολογιστών (virus)
- (δίκτυο υπολογιστών) host: ο υπολογιστής που «φιλοξενεί» λογισμικό σημαντικό για τους χρήστες του δικτύου, όπως ένας εξυπηρετητής (server), μια βάση δεδομένων (database), κλπ.