Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακόβουλο λογισμικό < → δείτε τις λέξεις κακόβουλος και λογισμικό < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική malware

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

  • (πληροφορική) λογισμικό που εξυπηρετεί κακόβουλες προθέσεις, με σκοπό την απάτη ή την βλάβη του υπολογιστή στον οποίο εκτελείται

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία