παραξενεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραξενεύω (παθητική φωνή: παραξενεύομαι
- εκπλήσσω κάποιον με μια ασυνήθιστη ενέργεια ή κατάσταση, του προκαλώ απορία
- γίνομαι παράξενος
- άλλες μορφές: παραξενιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραξενεύω | παραξένευα | θα παραξενεύω | να παραξενεύω | παραξενεύοντας | |
β' ενικ. | παραξενεύεις | παραξένευες | θα παραξενεύεις | να παραξενεύεις | παραξένευε | |
γ' ενικ. | παραξενεύει | παραξένευε | θα παραξενεύει | να παραξενεύει | ||
α' πληθ. | παραξενεύουμε | παραξενεύαμε | θα παραξενεύουμε | να παραξενεύουμε | ||
β' πληθ. | παραξενεύετε | παραξενεύατε | θα παραξενεύετε | να παραξενεύετε | παραξενεύετε | |
γ' πληθ. | παραξενεύουν(ε) | παραξένευαν παραξενεύαν(ε) |
θα παραξενεύουν(ε) | να παραξενεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραξένεψα | θα παραξενέψω | να παραξενέψω | παραξενέψει | ||
β' ενικ. | παραξένεψες | θα παραξενέψεις | να παραξενέψεις | παραξένεψε | ||
γ' ενικ. | παραξένεψε | θα παραξενέψει | να παραξενέψει | |||
α' πληθ. | παραξενέψαμε | θα παραξενέψουμε | να παραξενέψουμε | |||
β' πληθ. | παραξενέψατε | θα παραξενέψετε | να παραξενέψετε | παραξενέψτε | ||
γ' πληθ. | παραξένεψαν παραξενέψαν(ε) |
θα παραξενέψουν(ε) | να παραξενέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραξενέψει | είχα παραξενέψει | θα έχω παραξενέψει | να έχω παραξενέψει | ||
β' ενικ. | έχεις παραξενέψει | είχες παραξενέψει | θα έχεις παραξενέψει | να έχεις παραξενέψει | ||
γ' ενικ. | έχει παραξενέψει | είχε παραξενέψει | θα έχει παραξενέψει | να έχει παραξενέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραξενέψει | είχαμε παραξενέψει | θα έχουμε παραξενέψει | να έχουμε παραξενέψει | ||
β' πληθ. | έχετε παραξενέψει | είχατε παραξενέψει | θα έχετε παραξενέψει | να έχετε παραξενέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραξενέψει | είχαν παραξενέψει | θα έχουν παραξενέψει | να έχουν παραξενέψει |
|