ξενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξενία | οι | ξενίες |
γενική | της | ξενίας | των | ξενιών |
αιτιατική | την | ξενία | τις | ξενίες |
κλητική | ξενία | ξενίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξενία < αρχαία ελληνική ξενία < ξένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ξενία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ξενίᾱ | αἱ | ξενίαι |
γενική | τῆς | ξενίᾱς | τῶν | ξενιῶν |
δοτική | τῇ | ξενίᾳ | ταῖς | ξενίαις |
αιτιατική | τὴν | ξενίᾱν | τὰς | ξενίᾱς |
κλητική ὦ! | ξενίᾱ | ξενίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξενίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ξενίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξενία θηλυκό
- η φιλοξενία
- η φιλική σχέση δύο ατόμων ή δύο πόλεων
- τα περιορισμένα δικαιώματα του ξένου
- φεύγει ξενίας: τον καταγγέλλουν ότι παρ΄ότι ξένους σφετερίσθηκε δικαιώματα πολιτών