Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξόριστος η εξόριστη το εξόριστο
      γενική του εξόριστου της εξόριστης του εξόριστου
    αιτιατική τον εξόριστο την εξόριστη το εξόριστο
     κλητική εξόριστε εξόριστη εξόριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξόριστοι οι εξόριστες τα εξόριστα
      γενική των εξόριστων των εξόριστων των εξόριστων
    αιτιατική τους εξόριστους τις εξόριστες τα εξόριστα
     κλητική εξόριστοι εξόριστες εξόριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξόριστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εξόριστος

  • που μένει μακριά από τη χώρα του, από τον τόπο του, είτε από προσωπική επιλογή είτε διότι εξαναγκάστηκε

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξόριστος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία