déporté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- déporté < déporter
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déporté | déportés |
θηλυκό | déportée | déportées |
déporté (fr)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déporté | déportés |
θηλυκό | déportée | déportées |
déporté (fr)
- εξόριστος, αυτός που έχει απελαθεί, εκτοπισμένος