εκτοπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτοπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτοπίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.to.piˈzme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαεκτοπισμένος -η -ο
- που έχει εκτοπιστεί, τον έχουν αναγκάσει να αλλάξει τόπο διαμονής, συνήθως σε μέρος απομονωμένο λόγω των πολιτικών του φρονημάτων