Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πιστών αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του πιστός (ουσιαστικοποιημένο)
  2. γενική πληθυντικού του πίστα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πιστών